ξεσκονίστρα

ξεσκονίστρα
η щётка для сметания пыли со стен и потолка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεσκονίστρα" в других словарях:

  • ξεσκονίστρα — η σκούπα με μακρύ κοντάρι για τον καθαρισμό τοίχων και οροφής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκονιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεσκονίζω] 1. αυτός που ξεσκονίζει 2. το θηλ. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το ξεσκόνισμα τών τοίχων και τού ταβανιού 3. μτφ. (ιδίως το θηλ.) κόλακας («αυτός είναι μεγάλη ξεσκονίστρα») …   Dictionary of Greek

  • ταβανόσκουπα — ταβανόσκουπα, η και νταβανόσκουπα, η σκούπα με μακρύ ξύλινο κοντάρι, ξεσκονίστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»